κατράνι

κατράνι
το
κατράμι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. katran (< ιταλ. catrame). Κατ' άλλη άποψη < κατράμι κατά τα τηγάνι, τρυπάνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατράμι — Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — η 1. προϊόν απόσταξης γαιανθράκων, αλλιώς κατράμι, το, ή κατράνι, το. 2. μτφ., πολύ μαύρος: Μαύρος πίσσα, σκοτάδι πίσσα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”